- ἐφεξκαιδέκατος
- ἐφεξκαιδέκατος, ον,A = ἐφεκκαιδέκατος, λόγος Plu.2.1021e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεξκαιδέκατος — ἐφεξκαιδέκατος, ον (Α) βλ. εφεκκαιδέκατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξ και δέκατος «δέκατος έκτος»] … Dictionary of Greek
ἐφεξκαιδέκατον — ἐφεξκαιδέκατος masc/fem acc sg ἐφεξκαιδέκατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεκκαιδέκατος — ἐφεκκαιδέκατος, ον (Α) αυτός που περιέχει τη μονάδα και ένα δέκατο έκτο (17/16). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεξκαιδέκατος, με αφομοίωση] … Dictionary of Greek